To κείμενο αυτό επιχειρεί να θέσει τις θεωρητικές βάσεις για την αντιμετώπιση του ευρύτερου φαινομένου της "πιστοποίησης γνώσεων υπολογιστών/πληροφορικής" προκειμένου να μπορέσουμε να υπερβούμε την αμηχανία που αισθάνονται έναντι αυτού οι περισσότεροι συνάδελφοι ερχόμενοι αντιμέτωποι με το δίλημμα: "δημόσια" ή "ιδιωτική" πιστοποίηση γνώσεων χρήσης Η/Υ; Το δίλημμα μπορεί να τεθεί με άλλα λόγια ως εξής: Πιστοποίηση προς όφελος της κοινωνίας ή του κέρδους;
Τα κρίσιμα ερωτήματα που αναδύονται σε αυτό το πλαίσιο οδηγούν πολλούς, πληροφορικούς και μη, στο να θέσουν τα ερωτήματα:
Διερευνώντας την κατεύθυνση προς την οποία μπορούμε να κινηθούμε για να βρούμε μια απάντηση που θα πείθει όχι μόνο εμάς αλλά και την Κοινωνία στην οποία απευθυνόμαστε πρέπει, πρώτα και κύρια, να επισημάνουμε ότι χρειάζεται, για άλλη μια φορά, η χρήση δοκιμασμένων και επίκαιρων αναλυτικών εργαλείων που θα μας επιτρέψουν να αντιληφθούμε τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος αποκτώντας την αναγκαία διαίσθηση που θα μας επιτρέψει να δράσουμε αποτελεσματικά και επωφελώς. Πρέπει, επίσης, να ξεκαθαρίσουμε τους κεντρικούς στόχους μας υπό το πρίσμα της εξυπηρέτησης των ευρύτερων συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου στα πλαίσια των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διπλή μας ιδιότητα ως επιστημόνων και Πολιτών.
Το θεωρητικό "μοντέλο" πρέπει να απαντά όχι μόνο σε οικονομικές παραμέτρους (ποιος πληρώνει και σε όφελος ποιου;) αλλά και σε παραμέτρους ποιότητας παιδείας αφού το τι μαθαίνεις, πέρα από εργασιακές "δεξιότητες", διαμορφώνει χαρακτήρες και στάση ζωής. Απαιτείται να προηγηθεί μια συζήτηση εντός της ΕΠΕ διότι πάντοτε, κατά τη φάση διαμόρφωσης του θεωρητικού πλαισίου της δράσης, ελλοχεύει ο κίνδυνος προκλήσεως σύγχυσης σε ορισμένους που αγνοούν πράγματα που για μας είναι αυτονόητα. Θα μπορέσουμε με αυτόν τον τρόπο να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα μέσα στο μυαλό μας ώστε να καταλήξουμε στη βέλτιστη διατύπωση των προτάσεών μας χωρίς να επιτείνουμε την εντέχνως καλλιεργούμενη σύγχυση σε σχέση με την επίδραση των ΤΠΕ στο κοινωνικό γίγνεσθαι, στην Ελλάδα και παγκοσμίως. Η πρώτη αυτή απόπειρα θεωρητικής "ανίχνευσης εδάφους" θα βασιστεί στα αναλυτικά εργαλεία της μαρξιστικής σκέψης (ευπρόσδεκτες, βεβαίως, και άλλες προσεγγίσεις που εκκινούν από διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο) και μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συμπλήρωμα παλαιότερου, ανάλογου προσανατολισμού, κειμένου.
Οι κλασσική πολιτική οικονομία (στην προ-μαρξιστική και μαρξιστική μορφή της) δέχεται ότι η (ανταλλακτική) αξία ενός εμπορεύματος (αγαθού που παράγεται με σκοπό την ανταλλαγή με χρήμα) καθορίζεται από το κοινωνικό χρόνο που απαιτείται για την παραγωγή του και εκφράζεται χρηματικά με την τιμή που καλείται να καταβάλει ο ενδιαφερόμενος να το αποκτήσει. Με άλλα λόγια, η τιμή ενός εμπορεύματος αντιστοιχεί σε ένα είδους δεδομένο (data) που μας πληροφορεί για τη συνολική ανθρώπινη ενέργεια (κοινωνικός χρόνος εργασίας) που αφιερώθηκε για τη δημιουργία του εμπορεύματος. Στην κεφαλαιοκρατική οικονομία ο κεφαλαιούχος κατέχει τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο) και μισθώνει, για ορισμένο χρόνο, τη εργατική δύναμη του εργάτη για να παραχθούν αγαθά (υλικά προϊόντα ή υπηρεσίες) τα οποία διοχετεύει στη συνέχεια στην αγορά ως εμπορεύματα σε μια ορισμένη τιμή. Το κέρδος που καρπώνεται αντιστοιχεί στη διαφορά ανάμεσα στην εργασία (ώρες απασχόλησης) που του παρασχέθηκαν από τον εργάτη (φορέα της εργατικής δύναμης) από τη μια μεριά και στην αξία (κόστος) της εργατικής δύναμης από την άλλη. Η δε αξία της εργατικής δύναμης, ακολουθώντας το γενικό σχήμα της αξίας, αντιστοιχεί στις ώρες που δαπανήθηκαν για την παραγωγή της, δηλαδή (με μια καθαρά αναδρομικά θεώρηση) με την αξία των αγαθών που απαιτούνται για την επιβίωση του φορέα της (του εργάτη). Η αξία αυτή καταβάλλεται στον τελευταίο με τη μορφή του μισθού. Η παραγωγική διαδικασία είναι κερδοφόρα ότι αυτή η διαφορά (υπεραξία) είναι θετική. Με άλλα λόγια, το κέρδος του κεφαλαιούχου είναι η υπεραξία - υπερεργασία που παρέχουν σε αυτόν οι φορείς της εργατικής δύναμης, οι εργάτες. Αν δούμε, λοιπόν, τα πράγματα υπό το πρίσμα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, ο εργοδότης φαίνεται να αγοράζει τα μέσα παραγωγής (γι' αυτό και του ανήκουν ως ιδιοκτησία) στην πραγματικότητα, όμως, τα ιδιοποιείται (μέσω της ιδιοποίησης της υπεραξίας) από τους εργαζόμενους. Αυτό βέβαια δεν είναι άμεσα ορατό για τους εργαζόμενους και εδώ έρχεται η θεωρία της υπεραξίας να "καθαρίσει" το μύθο και να δούμε την πραγματικότητα.
Οι εξελίξεις (ιστορικές τάσεις θα λέγαμε) που βιώνουμε καθημερινά με τα πληροφορικά αγαθά, εν πολλοίς άυλα, καθιστούν αυτή την αντίφαση του καπιταλισμού (πολλοί παράγουν, λίγοι ιδιοποιούνται την εργασία τους) τόσο εμφανή, που δεν χρειάζεσαι καμία θεωρία της υπεραξίας (με την κλασσική της έννοια) για να καταλάβει κανείς τι γίνεται. Παλαιότερα, ο εργαζόμενες έβλεπε μπροστά του τις μηχανές που ανήκαν στον εργοδότη και δεν καταλάβαινε ότι είναι προϊόν ιδιοποιημένης (κλεμμένης) εργασίας. Τώρα βλέπει(;) ότι το μέσο παραγωγής είναι οι ίδιες οι γνώσεις/δεξιότητές του, τις οποίες μάλιστα απέκτησε ο ίδιος (και η οικογένειά του) καταβάλλοντας χρόνο και χρήμα! Αν ο Μαρξ χρειάστηκε να καταβάλλει ιδιαίτερη διανοητική προσπάθεια για να βρει τον τρόπο να πει και να "διδάξει" στην εργατική τάξη τους νόμους ιδιοποίησης του προϊόντος της εργασίας της, σήμερα (και όσο περνούν τα χρόνια και οι ιστορικές τάσεις που ανιχνεύσαμε αποκτούν κυρίαρχη σημασία) η αντίθετη πλευρά, η εργοδοσία, θα πρέπει να καταβάλλει προσπάθεια για να πείσει τους εργαζόμενους ότι δεν τους ανήκουν αυτά που τους ανήκουν: Τα διανοητικά μέσα παραγωγής που περιγράφονται με τον όρο γνώση.
Όσα αναφέρθηκε μέχρις εδώ συμβαίνουν στη σφαίρα της οικονομίας (δομή). Τι γίνεται όμως στη σφαίρα των θεσμών (κυρίως στη νομική σφαίρα - υπερδομή); Εκεί δηλαδή που σχηματοποιούνται και αποκτούν εξαναγκαστική ισχύ (μέσω του νόμου) τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας; Σε αυτή τη σφαίρα, η διατήρηση των δικαιωμάτων ιδιοποίησης του προϊόντος της εργασίας των εργαζομένων παίρνει τώρα άλλη μορφή: Ο ιδιοκτήτης αποκτά de facto την ιδιοκτησία των προϊόντων της εργασίας όχι γιατί προσφέρει την παραγωγική δύναμη "δεξιότητες" ή "γνώσεις" αλλά γιατί προσφέρει την παραγωγική δύναμη "οργάνωση της παραγωγής". Δεν συζητούμε το ενδεχόμενο να θεμελιώνει τις απαιτήσεις ιδιοποίησης που έχει στο γεγονός ότι προσφέρει την ασήμαντη οικονομικά υλική υποδομή - υπολογιστές κ.λ.π. Συνακόλουθα, η αντίθεση κεφαλαίου - εργασία που βιώνονταν ως αντίθεση ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής (νεκρή εργασία) - ζωντανής εργασίας εμφανίζεται τώρα ως αντίθεση οργάνωσης παραγωγής - κατοχής γνώσεων και δεξιοτήτων.
Περαιτέρω, το κεφάλαιο κατέχει και ελέγχει την παραγωγική δύναμη κανάλια διανομής η οποία έχει αποκτήσει τεράστια δύναμη από τότε που ο καπιταλισμός εισήλθε στη φάση της μαζικής κοινωνίας. Από τότε που η υπερπαραγωγή ανέδειξε το πρόβλημα της διάθεσης των προϊόντων. Έτσι, ακόμη κι αν οι εργαζόμενοι μπορούσαν (και πολλές φορές το επιτυγχάνουν) να οργανώσουν την παραγωγή οι ίδιοι, δεν έχουν πρόσβαση στα κανάλια διανομής. Άρα η προσπάθεια αποτίναξης του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα της παραγωγής αποτυγχάνει.Τι μπορεί να γίνει; Ας παρατηρήσουμε καταρχάς ότι τα κανάλια διανομής, αν συγκροτούνται με όρους μαζικής κοινωνίας, είναι αδύνατον να υποκατασταθούν παρά μόνο με την επένδυση σημαντικών πόρων. Περιλαμβάνουν αν μη τι άλλο τεράστια έξοδα marketing και διαφήμισης που είναι αδύνατον να καλυφθούν από συνεταιριστικού τύπου οργανώσεις των εργαζόμενων ή από μεμονωμένους εργαζόμενους. Η λύση του franchising που υποτίθεται παρέχει το marketing και γενικά το κανάλι διανομής και προμηθειών, είναι απλώς μια άλλη λύση κυριαρχίας του κεφαλαίου και μάλιστα με μειωμένα δικά του έξοδα. Η λύση φαίνεται να είναι η η υπέρβαση της μαζικής διανομής. Δηλαδή η παραγωγή και πώληση προϊόντων με όρους προσωπικής, χρονικής και χωρικής εγγύτητας. Αυτό θέλει ταυτόχρονα ένα άλλο καταναλωτικό πρότυπο, αλλά και ένα άλλο παραγωγικό πρότυπο, μια άλλη οικονομική κουλτούρα. Σε αυτό το πρότυπο η μικρομεσαία επιχείρηση και ο απαιτητικός, ενημερωμένος, ορθολογικός καταναλωτής είναι το σημείο εκκίνησης. Αν αυτά ακούγονται πολύ θεωρητικά, ας ρίξουμε μια ματιά ΕΛΛΑΚ.: Ένας παραγωγός μικρός παράγει για χρήστες που είναι περισσότερο απαιτητικοί από τους μαζικούς χρήστες της Microsoft για παράδειγμα.
Όμως, είναι ώρα να επανέλθουμε εκεί που ξεκινήσαμε: Πιστοποίηση. Γιατί χρειάζεται η πιστοποίηση; Διότι προσφέρει μια διαμεσολάβηση μεταξύ αυτού που ισχυρίζεται ότι ξέρει κάτι και αυτού που δεν ξέρει να αξιολογήσει τον πρώτο. Προϋποθέτει εργοδότη (η διευθυντή) χωρίς γνώσεις και ταυτόχρονα ανυπόμονο να προσλάβει και να βάλει άμεσα τον εργαζόμενο στη διαδικασία της παραγωγής. Χρειάζεται πιστοποίηση αν ο ενεργών την πρόσληψη ξέρει να αξιολογήσει τον προσλαμβανόμενο; Αν, λοιπόν, υποθέσουμε ότι καταργείται η πιστοποίηση, αφαιρείται η δυνατότητα του εργοδότη να ζητήσει επιπλέον δεξιότητες; Όχι κατ' ανάγκη.
Παρόμοια, είναι λύση η εκπαίδευση του εργαζόμενου στην επιχείρηση; Μήπως έτσι δημιουργείς μια κατάσταση όπου έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα οι μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν τους πόρους να επενδύσουν στην εκπαίδευση των εργαζομένων τους; Άρα και ως προς αυτή την παράμετρο, το να απαιτείς την εκπαίδευση μέσα στην σχέση εργασίας, υπό τις παρούσες συνθήκες, μπορεί να έχει ποικίλες και αντιφατικές συνέπειες...
Η λύση της πιστοποίησης (και της κατάρτισης) με ευθύνη και έξοδα του κράτους ίσως είναι προτιμότερη. Αυτό αμέσως θέτει το ζήτημα του περιεχομένου της εκπαίδευσης. Διότι αν η δημόσια παιδεία περιοριστεί σε μετάδοση τεχνικών δεξιοτήτων, τότε μπορεί από τη μια να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που αναφέρθηκαν όταν η πιστοποίηση γίνεται εμπορικό προϊόν ή ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των μεγάλων επιχειρήσεων, και από την άλλη να πληγεί η ανθρωπιστική διάσταση της παιδείας. Τίθεται συνεπώς ένα νέο πρόβλημα: Πώς (με ποιο τρόπο) θα παρασχεθεί εκπαίδευση, κατάρτιση και πιστοποίηση στα πλαίσια της δημόσιας παιδείας;
Συζητούνται εδώ και καιρό ζητήματα που αφορούν την ίδρυση και λειτουργία δομών δια βίου μάθησης.. Κινούνται στη λογική που αναπτύξαμε. Κάποιοι διατυπώνουν επιφυλάξεις διότι θεωρούν ότι απειλούν τα υφιστάμενα πτυχία, την αυτοτέλεια των πανεπιστημίων, την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Έχουν δίκιο. Διότι ταυτόχρονα, το επίπεδο σπουδών, το επίπεδο των φοιτητών, υποβαθμίζεται. Οι επίσημες πολιτικές ηγεσίες (αυτές που κυβερνούν και αυτές που θέλουν να κυβερνήσουν) αποδέχονται και προωθούν στην πράξη την υποβάθμιση. Είναι απαθείς παρατηρητές ενός συστήματος το οποίο απλώς έχει την τάση να έρθει σε μια κατάσταση σταθερότερης ισορροπίας. Δηλαδή μέγιστης εντροπίας! Δεν τους ενδιαφέρει παρά η πολιτική τους επιβίωση. Γι' αυτό και δεν πειράζουν το σύστημα. Απλώς το παρατηρούν και "πάνε όπου πάει το ποτάμι". Τους αρκεί να επιπλέουν. Η κοινωνία των πολιτών μπορεί να αποτελέσει το στήριγμα. Δηλαδή μεταξύ των άλλων και η ΕΠΕ. Και ερχόμαστε τώρα στα δικά μας. Αν η προηγούμενη ανάλυση ισχύει χοντρικά, ποια είναι η δική μας ευθύνη και ταυτόχρονα ευκαιρία καταξίωσης;
Τα κρίσιμα ερωτήματα που αναδύονται σε αυτό το πλαίσιο οδηγούν πολλούς, πληροφορικούς και μη, στο να θέσουν τα ερωτήματα:
- Έχει τη βούληση η Πολιτεία να καθιερώσει ένα ανοικτό, προσιτό σε όλους, αδιάβλητο και άμεσα συνδεδεμένο με τις παραγωγικές και κοινωνικές ανάγκες δημόσιο σύστημα πιστοποίησης;
- Είναι δυνατόν να υπάρξει πιστοποίηση εκτός του πλαισίου των χρηματικών-εμπορευματικών σχέσεων που κυριαρχούν στη σύγχρονη κοινωνία;
- Μήπως πρέπει να απορριφθεί κάθε είδους πιστοποίηση;
Διερευνώντας την κατεύθυνση προς την οποία μπορούμε να κινηθούμε για να βρούμε μια απάντηση που θα πείθει όχι μόνο εμάς αλλά και την Κοινωνία στην οποία απευθυνόμαστε πρέπει, πρώτα και κύρια, να επισημάνουμε ότι χρειάζεται, για άλλη μια φορά, η χρήση δοκιμασμένων και επίκαιρων αναλυτικών εργαλείων που θα μας επιτρέψουν να αντιληφθούμε τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος αποκτώντας την αναγκαία διαίσθηση που θα μας επιτρέψει να δράσουμε αποτελεσματικά και επωφελώς. Πρέπει, επίσης, να ξεκαθαρίσουμε τους κεντρικούς στόχους μας υπό το πρίσμα της εξυπηρέτησης των ευρύτερων συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου στα πλαίσια των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διπλή μας ιδιότητα ως επιστημόνων και Πολιτών.
Το θεωρητικό "μοντέλο" πρέπει να απαντά όχι μόνο σε οικονομικές παραμέτρους (ποιος πληρώνει και σε όφελος ποιου;) αλλά και σε παραμέτρους ποιότητας παιδείας αφού το τι μαθαίνεις, πέρα από εργασιακές "δεξιότητες", διαμορφώνει χαρακτήρες και στάση ζωής. Απαιτείται να προηγηθεί μια συζήτηση εντός της ΕΠΕ διότι πάντοτε, κατά τη φάση διαμόρφωσης του θεωρητικού πλαισίου της δράσης, ελλοχεύει ο κίνδυνος προκλήσεως σύγχυσης σε ορισμένους που αγνοούν πράγματα που για μας είναι αυτονόητα. Θα μπορέσουμε με αυτόν τον τρόπο να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα μέσα στο μυαλό μας ώστε να καταλήξουμε στη βέλτιστη διατύπωση των προτάσεών μας χωρίς να επιτείνουμε την εντέχνως καλλιεργούμενη σύγχυση σε σχέση με την επίδραση των ΤΠΕ στο κοινωνικό γίγνεσθαι, στην Ελλάδα και παγκοσμίως. Η πρώτη αυτή απόπειρα θεωρητικής "ανίχνευσης εδάφους" θα βασιστεί στα αναλυτικά εργαλεία της μαρξιστικής σκέψης (ευπρόσδεκτες, βεβαίως, και άλλες προσεγγίσεις που εκκινούν από διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο) και μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συμπλήρωμα παλαιότερου, ανάλογου προσανατολισμού, κειμένου.
Οι κλασσική πολιτική οικονομία (στην προ-μαρξιστική και μαρξιστική μορφή της) δέχεται ότι η (ανταλλακτική) αξία ενός εμπορεύματος (αγαθού που παράγεται με σκοπό την ανταλλαγή με χρήμα) καθορίζεται από το κοινωνικό χρόνο που απαιτείται για την παραγωγή του και εκφράζεται χρηματικά με την τιμή που καλείται να καταβάλει ο ενδιαφερόμενος να το αποκτήσει. Με άλλα λόγια, η τιμή ενός εμπορεύματος αντιστοιχεί σε ένα είδους δεδομένο (data) που μας πληροφορεί για τη συνολική ανθρώπινη ενέργεια (κοινωνικός χρόνος εργασίας) που αφιερώθηκε για τη δημιουργία του εμπορεύματος. Στην κεφαλαιοκρατική οικονομία ο κεφαλαιούχος κατέχει τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο) και μισθώνει, για ορισμένο χρόνο, τη εργατική δύναμη του εργάτη για να παραχθούν αγαθά (υλικά προϊόντα ή υπηρεσίες) τα οποία διοχετεύει στη συνέχεια στην αγορά ως εμπορεύματα σε μια ορισμένη τιμή. Το κέρδος που καρπώνεται αντιστοιχεί στη διαφορά ανάμεσα στην εργασία (ώρες απασχόλησης) που του παρασχέθηκαν από τον εργάτη (φορέα της εργατικής δύναμης) από τη μια μεριά και στην αξία (κόστος) της εργατικής δύναμης από την άλλη. Η δε αξία της εργατικής δύναμης, ακολουθώντας το γενικό σχήμα της αξίας, αντιστοιχεί στις ώρες που δαπανήθηκαν για την παραγωγή της, δηλαδή (με μια καθαρά αναδρομικά θεώρηση) με την αξία των αγαθών που απαιτούνται για την επιβίωση του φορέα της (του εργάτη). Η αξία αυτή καταβάλλεται στον τελευταίο με τη μορφή του μισθού. Η παραγωγική διαδικασία είναι κερδοφόρα ότι αυτή η διαφορά (υπεραξία) είναι θετική. Με άλλα λόγια, το κέρδος του κεφαλαιούχου είναι η υπεραξία - υπερεργασία που παρέχουν σε αυτόν οι φορείς της εργατικής δύναμης, οι εργάτες. Αν δούμε, λοιπόν, τα πράγματα υπό το πρίσμα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, ο εργοδότης φαίνεται να αγοράζει τα μέσα παραγωγής (γι' αυτό και του ανήκουν ως ιδιοκτησία) στην πραγματικότητα, όμως, τα ιδιοποιείται (μέσω της ιδιοποίησης της υπεραξίας) από τους εργαζόμενους. Αυτό βέβαια δεν είναι άμεσα ορατό για τους εργαζόμενους και εδώ έρχεται η θεωρία της υπεραξίας να "καθαρίσει" το μύθο και να δούμε την πραγματικότητα.
Οι εξελίξεις (ιστορικές τάσεις θα λέγαμε) που βιώνουμε καθημερινά με τα πληροφορικά αγαθά, εν πολλοίς άυλα, καθιστούν αυτή την αντίφαση του καπιταλισμού (πολλοί παράγουν, λίγοι ιδιοποιούνται την εργασία τους) τόσο εμφανή, που δεν χρειάζεσαι καμία θεωρία της υπεραξίας (με την κλασσική της έννοια) για να καταλάβει κανείς τι γίνεται. Παλαιότερα, ο εργαζόμενες έβλεπε μπροστά του τις μηχανές που ανήκαν στον εργοδότη και δεν καταλάβαινε ότι είναι προϊόν ιδιοποιημένης (κλεμμένης) εργασίας. Τώρα βλέπει(;) ότι το μέσο παραγωγής είναι οι ίδιες οι γνώσεις/δεξιότητές του, τις οποίες μάλιστα απέκτησε ο ίδιος (και η οικογένειά του) καταβάλλοντας χρόνο και χρήμα! Αν ο Μαρξ χρειάστηκε να καταβάλλει ιδιαίτερη διανοητική προσπάθεια για να βρει τον τρόπο να πει και να "διδάξει" στην εργατική τάξη τους νόμους ιδιοποίησης του προϊόντος της εργασίας της, σήμερα (και όσο περνούν τα χρόνια και οι ιστορικές τάσεις που ανιχνεύσαμε αποκτούν κυρίαρχη σημασία) η αντίθετη πλευρά, η εργοδοσία, θα πρέπει να καταβάλλει προσπάθεια για να πείσει τους εργαζόμενους ότι δεν τους ανήκουν αυτά που τους ανήκουν: Τα διανοητικά μέσα παραγωγής που περιγράφονται με τον όρο γνώση.
Όσα αναφέρθηκε μέχρις εδώ συμβαίνουν στη σφαίρα της οικονομίας (δομή). Τι γίνεται όμως στη σφαίρα των θεσμών (κυρίως στη νομική σφαίρα - υπερδομή); Εκεί δηλαδή που σχηματοποιούνται και αποκτούν εξαναγκαστική ισχύ (μέσω του νόμου) τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας; Σε αυτή τη σφαίρα, η διατήρηση των δικαιωμάτων ιδιοποίησης του προϊόντος της εργασίας των εργαζομένων παίρνει τώρα άλλη μορφή: Ο ιδιοκτήτης αποκτά de facto την ιδιοκτησία των προϊόντων της εργασίας όχι γιατί προσφέρει την παραγωγική δύναμη "δεξιότητες" ή "γνώσεις" αλλά γιατί προσφέρει την παραγωγική δύναμη "οργάνωση της παραγωγής". Δεν συζητούμε το ενδεχόμενο να θεμελιώνει τις απαιτήσεις ιδιοποίησης που έχει στο γεγονός ότι προσφέρει την ασήμαντη οικονομικά υλική υποδομή - υπολογιστές κ.λ.π. Συνακόλουθα, η αντίθεση κεφαλαίου - εργασία που βιώνονταν ως αντίθεση ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής (νεκρή εργασία) - ζωντανής εργασίας εμφανίζεται τώρα ως αντίθεση οργάνωσης παραγωγής - κατοχής γνώσεων και δεξιοτήτων.
Περαιτέρω, το κεφάλαιο κατέχει και ελέγχει την παραγωγική δύναμη κανάλια διανομής η οποία έχει αποκτήσει τεράστια δύναμη από τότε που ο καπιταλισμός εισήλθε στη φάση της μαζικής κοινωνίας. Από τότε που η υπερπαραγωγή ανέδειξε το πρόβλημα της διάθεσης των προϊόντων. Έτσι, ακόμη κι αν οι εργαζόμενοι μπορούσαν (και πολλές φορές το επιτυγχάνουν) να οργανώσουν την παραγωγή οι ίδιοι, δεν έχουν πρόσβαση στα κανάλια διανομής. Άρα η προσπάθεια αποτίναξης του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα της παραγωγής αποτυγχάνει.Τι μπορεί να γίνει; Ας παρατηρήσουμε καταρχάς ότι τα κανάλια διανομής, αν συγκροτούνται με όρους μαζικής κοινωνίας, είναι αδύνατον να υποκατασταθούν παρά μόνο με την επένδυση σημαντικών πόρων. Περιλαμβάνουν αν μη τι άλλο τεράστια έξοδα marketing και διαφήμισης που είναι αδύνατον να καλυφθούν από συνεταιριστικού τύπου οργανώσεις των εργαζόμενων ή από μεμονωμένους εργαζόμενους. Η λύση του franchising που υποτίθεται παρέχει το marketing και γενικά το κανάλι διανομής και προμηθειών, είναι απλώς μια άλλη λύση κυριαρχίας του κεφαλαίου και μάλιστα με μειωμένα δικά του έξοδα. Η λύση φαίνεται να είναι η η υπέρβαση της μαζικής διανομής. Δηλαδή η παραγωγή και πώληση προϊόντων με όρους προσωπικής, χρονικής και χωρικής εγγύτητας. Αυτό θέλει ταυτόχρονα ένα άλλο καταναλωτικό πρότυπο, αλλά και ένα άλλο παραγωγικό πρότυπο, μια άλλη οικονομική κουλτούρα. Σε αυτό το πρότυπο η μικρομεσαία επιχείρηση και ο απαιτητικός, ενημερωμένος, ορθολογικός καταναλωτής είναι το σημείο εκκίνησης. Αν αυτά ακούγονται πολύ θεωρητικά, ας ρίξουμε μια ματιά ΕΛΛΑΚ.: Ένας παραγωγός μικρός παράγει για χρήστες που είναι περισσότερο απαιτητικοί από τους μαζικούς χρήστες της Microsoft για παράδειγμα.
Όμως, είναι ώρα να επανέλθουμε εκεί που ξεκινήσαμε: Πιστοποίηση. Γιατί χρειάζεται η πιστοποίηση; Διότι προσφέρει μια διαμεσολάβηση μεταξύ αυτού που ισχυρίζεται ότι ξέρει κάτι και αυτού που δεν ξέρει να αξιολογήσει τον πρώτο. Προϋποθέτει εργοδότη (η διευθυντή) χωρίς γνώσεις και ταυτόχρονα ανυπόμονο να προσλάβει και να βάλει άμεσα τον εργαζόμενο στη διαδικασία της παραγωγής. Χρειάζεται πιστοποίηση αν ο ενεργών την πρόσληψη ξέρει να αξιολογήσει τον προσλαμβανόμενο; Αν, λοιπόν, υποθέσουμε ότι καταργείται η πιστοποίηση, αφαιρείται η δυνατότητα του εργοδότη να ζητήσει επιπλέον δεξιότητες; Όχι κατ' ανάγκη.
Παρόμοια, είναι λύση η εκπαίδευση του εργαζόμενου στην επιχείρηση; Μήπως έτσι δημιουργείς μια κατάσταση όπου έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα οι μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν τους πόρους να επενδύσουν στην εκπαίδευση των εργαζομένων τους; Άρα και ως προς αυτή την παράμετρο, το να απαιτείς την εκπαίδευση μέσα στην σχέση εργασίας, υπό τις παρούσες συνθήκες, μπορεί να έχει ποικίλες και αντιφατικές συνέπειες...
Η λύση της πιστοποίησης (και της κατάρτισης) με ευθύνη και έξοδα του κράτους ίσως είναι προτιμότερη. Αυτό αμέσως θέτει το ζήτημα του περιεχομένου της εκπαίδευσης. Διότι αν η δημόσια παιδεία περιοριστεί σε μετάδοση τεχνικών δεξιοτήτων, τότε μπορεί από τη μια να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που αναφέρθηκαν όταν η πιστοποίηση γίνεται εμπορικό προϊόν ή ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των μεγάλων επιχειρήσεων, και από την άλλη να πληγεί η ανθρωπιστική διάσταση της παιδείας. Τίθεται συνεπώς ένα νέο πρόβλημα: Πώς (με ποιο τρόπο) θα παρασχεθεί εκπαίδευση, κατάρτιση και πιστοποίηση στα πλαίσια της δημόσιας παιδείας;
Συζητούνται εδώ και καιρό ζητήματα που αφορούν την ίδρυση και λειτουργία δομών δια βίου μάθησης.. Κινούνται στη λογική που αναπτύξαμε. Κάποιοι διατυπώνουν επιφυλάξεις διότι θεωρούν ότι απειλούν τα υφιστάμενα πτυχία, την αυτοτέλεια των πανεπιστημίων, την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Έχουν δίκιο. Διότι ταυτόχρονα, το επίπεδο σπουδών, το επίπεδο των φοιτητών, υποβαθμίζεται. Οι επίσημες πολιτικές ηγεσίες (αυτές που κυβερνούν και αυτές που θέλουν να κυβερνήσουν) αποδέχονται και προωθούν στην πράξη την υποβάθμιση. Είναι απαθείς παρατηρητές ενός συστήματος το οποίο απλώς έχει την τάση να έρθει σε μια κατάσταση σταθερότερης ισορροπίας. Δηλαδή μέγιστης εντροπίας! Δεν τους ενδιαφέρει παρά η πολιτική τους επιβίωση. Γι' αυτό και δεν πειράζουν το σύστημα. Απλώς το παρατηρούν και "πάνε όπου πάει το ποτάμι". Τους αρκεί να επιπλέουν. Η κοινωνία των πολιτών μπορεί να αποτελέσει το στήριγμα. Δηλαδή μεταξύ των άλλων και η ΕΠΕ. Και ερχόμαστε τώρα στα δικά μας. Αν η προηγούμενη ανάλυση ισχύει χοντρικά, ποια είναι η δική μας ευθύνη και ταυτόχρονα ευκαιρία καταξίωσης;
Ας διατυπώσουμε κάποιες κρίσιμες διαπιστώσεις με πλούσια επιστημονική βιβλιογραφική υποστήριξη: Η γνώση δεν είναι εμπόρευμα. Είναι αποτέλεσμα προσωπικού μόχθου και ανήκει αποκλειστικά στο φορέα της. Κατακτάται μέσα από την επίπονη συν-εργασία με τον κατάλληλο και προσεκτικά επιλεγμένο εκπαιδευτή ο οποίος έχει την υποχρέωση να εμπνεύσει εμπιστοσύνη, ενθουσιασμό και φιλοπονία στον εκπαιδευόμενο. Πάνω απ' όλα, οφείλει να του μεταδώσει το απαραίτητο ήθος διαμέσου των κατάλληλων (για την ηλικία και την προηγούμενη ηθική στάθμη του εκπαιδευόμενου) ιδανικών που θα καταστήσουν ευχερή την αγαθή χρήση της γνώση που αποκτά, δεδομένου ότι η πραγματική γνώση αυξάνει τις δυνατότητες για έργα "αγαθά" ή "πονηρά".
Το μετέπειτα έργα του εκπαιδευθέντος μαθητή θα αποτελέσουν τη βάση αξιολόγησης τόσο για τις "γνώσεις" όσο και για το "ήθος" που αυτός οικοδόμησε μέσα από τη συν-εργασία του με τον εκπαιδευτή. Κατ' αντιστοιχία, ο εκπαιδευτής θα αξιολογηθεί κατά τα "έργα" του, δηλαδή συναρτήσει της μετέπειτα πορείας των προσώπων που έχει εκπαιδεύσει. Διπλή αξιολόγηση λοιπόν: Των εκπαιδευθέντων και του εκπαιδευτή. Η διπλή αυτή αξιολόγηση οφείλει να λαμβάνει υπόψη τόσο την ποσότητα του παραχθέντος έργου όσο την ποιότητά του (αν "κείται" σε "αγαθή" ή "πονηρή" κατεύθυνση).
Με διαφορετικά λόγια, η αξιολόγηση του έργου που παρήγαγε ο εκπαιδευθείς μαθητής μπορεί να νοηθεί ως ένα διάνυσμα, η μία διάσταση του οποίου εκφράζει τη γνώση και τις δεξιότητες που κατακτήθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή ενώ η άλλη διάσταση εκφράζει το ήθος και τα ιδανικά που υιοθετήθηκαν. Η διανυσματική διαφορά της αξιολόγησης του "προηγούμενο έργου", πριν την έναρξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας, και του "μετέπειτα έργου", μετά το πέρας αυτής, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το "γνωσιοηθικό κέρδος" του μαθητής κατά τη διάρκεια της "μαθητείας" και το οποίο είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του με τον εκπαιδευτή του. Η διανυσματική σύνθεση του γνωσιοηθικού κέρδους των εκπαιδευθέντων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκφράζει το έργο του εκπαιδευτή.
Με διαφορετικά λόγια, η αξιολόγηση του έργου που παρήγαγε ο εκπαιδευθείς μαθητής μπορεί να νοηθεί ως ένα διάνυσμα, η μία διάσταση του οποίου εκφράζει τη γνώση και τις δεξιότητες που κατακτήθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή ενώ η άλλη διάσταση εκφράζει το ήθος και τα ιδανικά που υιοθετήθηκαν. Η διανυσματική διαφορά της αξιολόγησης του "προηγούμενο έργου", πριν την έναρξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας, και του "μετέπειτα έργου", μετά το πέρας αυτής, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το "γνωσιοηθικό κέρδος" του μαθητής κατά τη διάρκεια της "μαθητείας" και το οποίο είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του με τον εκπαιδευτή του. Η διανυσματική σύνθεση του γνωσιοηθικού κέρδους των εκπαιδευθέντων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκφράζει το έργο του εκπαιδευτή.